- εκτελωνισμό
- gümrük işlemi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εκτελωνιστής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων … Dictionary of Greek
εκτελωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτελωνισμό, στην εκτελώνιση («εκτελωνιστικές εργασίες») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκτελωνιστικά τα έξοδα για την εκτελώνιση και ειδικά η αμοιβή τού εκτελωνιστή … Dictionary of Greek
λαθρεμπόρευμα — το αντικείμενο που προέρχεται από λαθρεμπόριο, εμπόρευμα που εισάγεται ή εξάγεται λαθραία, χωρίς εκτελωνισμό και δασμολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρεμπορεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη] … Dictionary of Greek
διασάφηση — η 1. η διασαφήνιση: Αυτό που είπες χρειάζεται διασάφηση. 2. γραπτή δήλωση στο τελωνείο με την οποία ζητούμε τον εκτελωνισμό εμπορεύματος που εισάγουμε ή εξάγουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)